ΖΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟΤΕΡΗ ΧΩΡΑ

ΖΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟΤΕΡΗ ΧΩΡΑ

ΖΟΥΜΕ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΟΜΟΡΦΟΤΕΡΗ ΧΩΡΑ

ΖΟΥΜΕ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΟΜΟΡΦΟΤΕΡΗ ΧΩΡΑ

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2014

Γονιμιώτες Σαρακατσάνοι στη Βραζιλία


Πρίν την εθνική ποδοσφαιρική μας ομάδα που πήγε για το παγκόσμιο κύπελλο στη μακρινή Βραζιλία,είχαν πάει Γονιμιώτες Σαρακατσάνοι,χωρίς να καταφέρουν να 
μείνουν και να εργαστούν στην αχανή χώρα της νότιας Αμερικής.
Παρακάτω διαβάστε την εκπληκτική τους  ιστορία. 

Στις αρχές του 20ου αιώνα σημαντικός αριθμός Σαρακατσαναίων εντοπίζεται στην ευρύτερη περιοχή της πρώην Γιουγκοσλαβίας, λόγω της γεωφυσικής θέσης της με τα απέραντα βοσκοτόπια και τα ψηλά βουνά.  Σημαντικός λόγος της παρουσίας των Σαρακατσάνων στην σημερινή Σερβία, είναι ο Τουρκικός ζυγός που αναγκάζει ομάδα Σαρακατσαναίων να καταφύγει στο όμορο χριστιανικό κράτος.  Στα χρόνια που ακολουθούν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν από το καθεστώς του Τίτο και η λαχτάρα της επιστροφής στην πατρίδα, τους οδηγούν στην μεγάλη απόφαση……
Οι Σαρακατσάνοι αυτοί ήρθαν στην Ελλάδα κατά τρία κύματα.  Το πρώτο επωφελήθηκε τη μη ύπαρξη συνόρων λόγω της γερμανικής κατοχής, εισήλθε στην Ελλάδα το 1942 και οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στο νομό Σερρών και μερικοί στο νομό Ροδόπης.

Το δεύτερο κύμα ήρθε το 1956.  Ήταν λίγες οικογένειες που εγκαταστάθηκαν στο Γόνιμο Σερρών και τη Χαλάστρα.  Ο κύριος όγκος όμως ήρθε στο διάστημα 1963-1967 και ύστερα από περιπλανήσεις εγκαταστάθηκαν στο Δήμο Ελευθερίου – Κορδελιού.

Ιδιαίτερης σημασίας για την σύγχρονη ιστορία των Σαρακατσάνων ήταν το γεγονός ότι από τους πρώτους που επέστρεψαν στην Ελλάδα το 1942, 24 οικογένειες που εγκαταστάθηκαν στο Μεγαλοχώρι Σερρών, έφυγαν σαν μετανάστες στη Βραζιλία, με τα αθρόα κύματα μεταναστών που έφευγαν τότε από την Ελλάδα. Οι Σαρακατσάνοι αυτοί, ήμασταν εμείς, οι οικογένειες μας, οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας, τα αδέρφια μας, οι πατεράδες και η μάνες μας. Αρκετοί από αυτούς σήμερα κατοικούν μόνιμα στο δήμο Ελ.-Κορδελιού.

...και το τρένο ξεκίνησε από την Βυρώνεια, Χειμώνας του 1951, αρχές Δεκεμβρίου, 150 περίπου άτομα επιβιβάστηκαν με προορισμό τον Πειραιά, φορτηγά τους μετέφεραν από τον σταθμό σε ξενοδοχεία κοντά στο λιμάνι, ύστερα από δύο μέρες η επιβίβαση στο καράβι.  Τα συναισθήματα ανάμικτα, δεν είχαν περάσει ούτε δέκα χρόνια από την επιστροφή στην πατρίδα και ξανά στην ξενιτιά. Οι λόγοι της μετανάστευσης λίγο πολύ γνωστοί, η τραγική κατάσταση στην Ελλάδα λίγο μετά τον εμφύλιο τους οδήγησε στην απόφαση της αναζήτησης μιας καλύτερης ζωής.

Το καράβι σαλπάρισε από τον Πειραιά στις 2 Δεκεμβρίου με πρώτο σταθμό την Ιταλική Νάπολη, το πολιτισμικό σοκ για τους Σαρακατσάνους μεγάλο, οι περισσότεροι αντίκριζαν για πρώτη φορά θάλασσα και τώρα θα έκαναν ένα ταξίδι 30 και πλέον ημερών με προορισμό το άγνωστο.  Τα ευτράπελα και τα προβλήματα στο καράβι πολλά για τους ανυποψίαστους Σαρακατσάνους ταξιδιώτες. Το σημαντικότερο η ναυτία, οι ζαλάδες και οι εμετοί εξάντλησαν άντρες –γυναίκες και παιδιά.  Η προσαρμογή τους στην καθημερινή υγιεινή με την χρήση τουαλετών, μπορεί σήμερα να προκαλεί το γέλιο, αλλά τότε αποτελούσε πρόβλημα.  Οι εκφράσεις χαρακτηριστικές «ιγώ δεν πααίνω εκεί, θέλω χορταράκια» έλεγαν οι μικρότεροι, οι γεροντότεροι πιο καυστικοί «άρε να ‘χα νια ραχούλα να πα’ να χέσω».

Στην Νάπολη παρέμειναν περίπου 15 ημέρες και φιλοξενήθηκαν σε ξενοδοχεία, η Ιταλία και οι Ιταλοί τους γοήτευσαν, όλοι αναφερόταν με τα καλύτερα για τους Ιταλιάνους.

Επόμενος σταθμός η Λισσαβόνα, έφτασαν στο λιμάνι αργά το βράδυ, μόλις χάραξε δειλά δειλά βγήκαν στο κατάστρωμα οι πρώτοι από τους δικούς μας, το θέαμα σοκάρισε και τους πιο ψύχραιμους για πρώτη φορά αντίκρισαν μαύρο «αράπ’» όπως τον έλεγαν, οι μικρότεροι έτρεξαν να φωνάξουν τους υπόλοιπους, «ιβγάτε όξω να ιδείτε γιομ’σε το καράβι αράπδες», η εικόνα μοναδική 150 άτομα να κοιτούν αποσβωλομένα τους νέγρους αχθοφόρους, κάποιοι τους πετούσαν φρούτα για να «φαν’ τα καημένα», όταν δε οι έγχρωμοι εργάτες τους αγρίεψαν, όλοι έτρεξαν να κρυφτούν.  Τις επόμενες μέρες η εξοικείωση με τους νέγρους ήταν εμφανής , αλλά και με των άλλων εθνικοτήτων επιβάτες, ένας Ιταλός μάλιστα έδωσε σε ένα δικό μας κάποιες γραβάτες, τις οποίες ο καψερός δεν ήξερε πως φοριέται η γραβάτα και απλά την έδενε στο λαιμό με κόμπο και όχι στο πουκάμισο λέγοντας, «άμα παιδάκι μ’ δε φοράς γραβάτα δεν εχ’ς σέβασ’» αγνοώντας τους υπόλοιπους που τον χλεύαζαν.

Το καράβι σταμάτησε στο Ντακάρ για ανεφοδιασμό αυτή ήταν και η τελευταία στάση, είχαν βγει πια στον ωκεανό..... εκεί η θάλασσα ήταν πιο άγρια, σαν βουνά περιγράφουν τα κύματα που χτυπούσαν το καράβι, οι ζαλάδες και οι εμετοί πιο έντονοι. Τραγικό γεγονός ο θάνατος του Μπαλάσκα του Δημήτρη κατά το ταξίδι. Ο μπάρμπα Μήτρος αναπόφευκτα θάφτηκε στην Βραζιλία.
(Οικογένειες Μπαλάσκα υπάρχουν στο Γόνιμο και στη Κορδελιό.)
Τα Χριστούγεννα γιορταστήκαν στο καράβι με τους καθολικούς Ιταλούς και Πορτογάλους, τους «κατολίγδες» όπως συνήθιζαν να τους λεν, είδαν για πρώτη φορά να φτιάχνουν φάτνη και να στολίζουν δέντρο, ενθουσιάστηκαν...

Κάποια στιγμή στο καράβι αποφασίζεται να γίνει ενημέρωση και επίδειξη πως θα αντιδράσουν σε περίπτωση ναυαγίου και ζητείται από όλους να φορέσουν τα σωσίβια, πεισμώνουν οι θκοι μας, δεν τα βάνουν «αποτί, ιμείς δεν τα βάνουμε»τότε ένας παρατήρησε έναν καθολικό ιερέα να φοράει το σωσίβιο του και λέει«ωρέ τηράτε κι ο παπάς το βάλε» λύθκαν στα γέλια και έτσι αποφάσισαν και τα φόρεσαν κι αυτοί.

Η ασυνήθιστη αυτή καθημερινότητα κράτησε περίπου 33 ημέρες ώσπου το Ιταλικής σημαίας καράβι έφτασε στον προορισμό του.  Αρχές Ιανουαρίου έδεσε ανοιχτά του Ρίο Ντε Τζανέιρο στην τότε Πρωτεύουσα της Βραζιλίας, καραβάκια τους μετέφεραν στο απέναντι νησάκι το «ΙΛΙΑ ΝΤΑΣ ΦΛΟΡΕΣ» ή νησί των λουλουδιών.  Η οδύσσεια των 55 ημερών, από την ημέρα που έφυγαν από την Ελλάδα, έλαβε τέλος

Οι προσδοκίες μιας καλύτερης ζωής θα γινόταν πραγματικότητα ;

Τα μαντάτα δεν ήταν καλά, οι πληροφορίες που είχαν ήδη συγκεντρωθεί από το καράβι ήταν ανησυχητικές, «Τι πάτε να κάνετε εκεί, δεν έχει πρόβατα, δεν αντέχουν από την ζέστη», οι φόβοι επιβεβαιώθηκαν στο νησί, πουθενά πρόβατα. Το μοναδικό επάγγελμα που γνώριζαν οι δικοί μας η κτηνοτροφία αιγοπροβάτων. τους πρότειναν την εκτροφή βοοειδών , αλλά οι Σαρακατσάνοι «τ’ ασκένονταν», ήταν αδύνατο γι' αυτούς να ασχοληθούν με κάτι διαφορετικό.  Ορισμένοι πριν καλά καλά πατήσουν το πόδι τους στην Βραζιλία είχαν ήδη τσεκάρει το εισιτήριο της επιστροφής. Ακούστηκε ότι θα πάνε Αργεντινή, εκεί είχε πρόβατα, ποιος όμως είχε το κουράγιο για νέες περιπέτειες. 

Ύστερα από 9 μήνες μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας ωρίμασε η ιδέα της επιστροφής.

Αυτή τη φορά όμως έπρεπε να πληρώσουν και δεν ήταν λίγα τα χρήματα για ένα υπερατλαντικό ταξίδι, οι οικονομικές δυνατότητες περιορισμένες.  Ο ένας δάνειζε στον άλλο ώστε να συγκεντρωθούν τα χρήματα για τα ναύλα.

Το φθινόπωρο του 1952 η επιστροφή στην πατρίδα ήταν γεγονός, το ταξίδι είχε μικρότερη διάρκεια, 20 περίπου μέρες, καθώς το καράβι ήταν καλύτερο.

Άφιξη στον Πειραιά και επιβίβαση στο τρένο, η διαδικασία γνώριμη.

Που θα εγκατασταθούν όμως όλες αυτές οι οικογένειες, τώρα σίγουρα θα αναζητούσαν βοσκοτόπια.  Οι γεροντότεροι άρχισαν να ψάχνουν και τελικά βρήκαν τη γη της δικής τους επαγγελίας , τα λόγια έμπειρου τσοπάνου ήταν χαρακτηριστικά «κιο ιδώ παιδάκι μ’ ίνι το Ούντοβο». Αυτή η κουβέντα έφτανε για να πειστούν και οι υπόλοιποι. Ο τόπος αυτός δεν ήταν άλλος από το γνωστό σε όλους μας Καστρί.  Όταν έφτασαν οι γυναίκες στο Καστρί τρόμαξαν, «κιο τι γκρεμίλα ίνι αυτή π’ μας ιφιριτάν»«τι ούντοβο και παλαβομάρες λέγαταν».  Δυστυχώς όμως ήταν πραγματικότητα, μετά από 7 χρόνια όμως άρχισε η σταδιακή μετεγκατάσταση τους στην Ευκαρπία Σερρών.  Τα σπίτια και ο οικισμός που δημιουργήθηκαν απέκτησαν όνομα, τα «Βραζιλιώτικα» μια ταυτότητα και μια κληρονομιά που πάντα θα τους συνοδεύει.
"Το άρθρο είναι αφιερωμένο στην γιαγιά μου Παναγιώτα Τυχάλα, που συμμετείχε στο υπερατλαντικό αυτό ταξίδι και μου εξιστορήθηκε με όλες τις λεπτομέρειες τα γεγονότα".

Τυχάλας Αλέξανδρος 

Οι Γονιμιώτες Σαρακατσάνοι ήταν απο τους πρώτους που εγκαταστάθηκαν
στο Νέο Κορδελιό Θεσσαλονίκης και ήταν απο τους βασικούς συντελεστές
της δημιουργία και ανάπτυξης του λαογραφικού πολιτιστικού συλλόγου
Σαρακατσαναίων''ΣΤΑΥΡΑΕΤΟΣ''

Θυμάμαι πως μικρά παιδιά είμασταν και ο φίλος μου 
 Γιάννης Χρ. Μαργιούλας,γνώριζε απο τότε και
  μου έλεγε ιστορίες για συγγενείς του
που είχαν πάει στην μακρινή Βραζιλία.

Να είστε όλες και όλοι καλά,
εντός και εκτός Ελλάδας.


2 σχόλια:

VAD είπε...

Μια πρωτογνωρη ιστορια μεταναστευσης,θα ήταν ενδιαφερον να γνωριζαμε πώς αντιμετωπισαν οι ντοπιοι τους Ελληνες μετανάστες...

Anestis Ketsetzidis είπε...

Βασίλη
θα προσπαθήσω να μάθω και θα γράψω σχετικά.
Λογικά,φαντάζομαι τα είδαν όλα δύσκολα ,γλώσσα,δουλειές,ξένοι τόποι,κλπ.