ΖΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟΤΕΡΗ ΧΩΡΑ

ΖΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟΤΕΡΗ ΧΩΡΑ

ΖΟΥΜΕ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΟΜΟΡΦΟΤΕΡΗ ΧΩΡΑ

ΖΟΥΜΕ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΟΜΟΡΦΟΤΕΡΗ ΧΩΡΑ

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2021

ΣΥΡΤΑΔΕΣ Ή ΕΡΩΤΕΣ ΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΑ




Του Βασίλη Νιτσιάκου*

Οι συρτάδες ήταν μια ξεχωριστή κατηγορία επαγγελματιών μουλαράδων. Δεν ταυτίζονταν με τους κυρατζήδες-αγωγιάτες. Η δουλιά τους ήταν διαφορετική. Διαφορετικά ήταν και τα ζώα τους και η σύνθεση κάθε ομάδας. Συρτάδες λέγονταν και λέγονται ακόμα αυτοί που μεταφέρουν κομμένους κορμούς δέντρων (οξυάς, πεύκου ή και έλατου) από τα δάση σε σημεία από όπου φορτώνονται στην συνέχεια σε φορτηγά, για να πάνε στον τελικό προορισμό τους. Παλιότερα τα μετέφεραν στα νεροπρίονα για την περαιτέρω επεξεργασία και συνήθως τα κονάκια τους ήταν δίπλα στα νεροπρίονα, στις Σιάρες, όπως λέγονταν στα Βλαχοχώρια. Στο χωριό μας σώζεται ως τοπωνύμιο η Σιάρα του Κατσίμπαρη, όπου διακρίνονται ακόμα απομεινάρια νεροπρίονου και οικημάτων (καλυβών).

Αυτοί, λοιπόν, οι άνθρωποι διέθεταν γύρω στα δέκα ζώα, συνήθως μουλάρια και ένα άλογο για καβάλα (μπινέκι). Όλα αυτά τα ζώα ήταν μεγαλόσωμα και δυνατά, διαφορετικά από τα δικά μας τα ντόπια (της Πίνδου), τα αγόραζαν από άλλα μέρη. Ως τέτοια προκαλούσαν πάντα σε εμάς τον θαυμασμό και περνούσαμε ώρες παρατηρώντας να τραβάνε τα κούτσουρα. Ο εξοπλισμός τους ήταν επίσης διαφορετικός, διότι δεν φορτώνονταν για να έχουν σαμάρια. Είχαν ειδικά εξαρτήματα στα οποία έδεναν τα κούτσουρα και τα έσερναν πάνω στην σύρτη, που δεν ήταν παρά ένα είδος αυλακιού, το οποίο σχηματίζονταν από το ίδιο του σύρσιμο. Εννοείται ότι η κατεύθυνση ήταν από τα ψηλά στα χαμηλά, που σημαίνει ότι η σύρτη “πήγαινε τον κατήφορο”. Για το άλογο είχαν και σέλα, διότι αυτό εξυπηρετούσε το αφεντικό σε άλλες δουλειές, για παράδειγμα να πηγαίνει στο πιο κοντινό χωριό για προμήθειες τροφίμων.

Η έλευση των συρτάδων ήταν για τα ορεινά χωριά ένα σημαντικό κοινωνικό γεγονός, πέρα από όλα τα άλλα, διότι αυτοί ανέπτυσσαν έντονες κοινωνικές σχέσεις με τους χωριανούς. Το κονάκι τους ήταν πόλος έλξης για πολλούς λόγους.

Οι συρτάδες ήταν κατά κανόνα Βλάχοι από τα χωριά των Τρικάλων. Στο χωριό μας έρχονταν χρόνια πολλά ο Βολόγκας και ο Μπατατόλης και οι δυο από τα Τρίκαλα. Ιδίως ο Βολόγκας είχε γίνει σχεδόν συγχωριανός μας. Έφερνε πάντα και την οικογένειά του. Ανάμεσα σε αυτήν και την κόρη του. Δεν θυμάμαι το όνομά της, θυμάμαι όμως ότι για τη νεολαία του χωριού, τους άρρενες, ήταν κάτι σαν την ξένη και ξωτική νεράιδα που έδινε άλλη διάσταση στις ρεματιές και τα δάση νότια του χωριού. Νομίζω ότι την είχαμε ερωτευτεί όλοι με την σειρά και βεβαίως είχαμε φαντασιωθεί στιγμές στα ρέματα που ήταν άφθονα κοντά στο κονάκι της. Κάθε που ερχόταν στο χωριό, στο καφενείο, επικρατούσε μια σχεδόν τελετουργική αναστάτωση. Προσωπικά αισθανόμουν τυχερός, διότι ο καφετζής ήταν θείος μου και μπορούσα να μιλώ μαζί της, να της κάνω παρέα, δίχως πρόβλημα. Δεν τόλμησα φυσικά ποτέ να της πω ότι την ήθελα… Ο Μπατατόλης είχε πολλές κοπέλες. Δεν θυμάμαι πόσες. Θυμάμαι πάντως ότι μία εξ αυτών αναδείχτηκε πρωταθλήτρια Ελλάδος σε κάποιο άθλημα. Εμ, τέτοιες Αμαζόνες που ήταν!

Η ζωή μας στο χωριό γινόταν πιο όμορφη και πιο ενδιαφέρουσα με την παρουσία των συρτάδων. Κυρίως χάρη στα όμορφα άλογα και μουλάρια αλλά και τις πανέμορφες κοπέλες… Είχα ακούσει, όμως, κάτι που σχεδόν με σόκαρε, ότι και μεγάλοι άντρες είχνα δαγκώσει τη λαμαρίνα με αυτές τις νεράιδες. Αυτά όμως ήταν μυστικά….

Τις προάλλες βρέθηκα τυχαία στη Νέα Ζωή Καλαμπάκας (Μπρούσιανη), εκεί που βρίσκονται οι πηγές του Ληθαίου ποταμού που διασχίζει τα Τρίκαλα. Έπεσα με την κάπα σε ένα προσήλιο, λίγο ύπνο για να πάρω. Ξαφνικά ακούγονται κυπριά. Νόμισα πως ήταν γίδια. Με πήρε ο ύπνος γλυκά. ΄Οταν ξύπνησα μου είπε ο Νίκος, ο φίλος μου, ότι ήταν καμιά δεκαριά μουλάρια που ήρθαν κοντά και με κοίταζαν παράξενα, καθώς ροχάλιζα τυλιγμένος στην κάπα!

Μετά από λίγο εμφανίστηκε ένας χωριανός. Πιάσαμε την κουβέντα. Μας είπε ότι ήρθε να ιδεί τι σόι άνθρωποι είμαστε, γιατί τα γερόντια του χωριού ανησύχησαν και επέμεναν να καλέσουν την αστυνομία. Κουβέντα την κουβέντα, ρωτήσαμε για τα μουλάρια. Μας είπε ότι στο χωριό ήταν οι περισσότεροι συρτάδες και κάποιοι είναι ακόμα. Όλοι Βλάχοι. Κατά τα λεγόμενά του ήρθαν εδώ από το Μαλακάσι, χτίσανε αρχικά το παλιό χωριό, την Μπρούσιανη, και αργότερα το καινούργιο. Ο ίδιος λέγεται Νούσιας και ανήκει σε οικογένεια συρτάδων, από αυτούς που συνεχίζουν, όπως και η οικογένεια Βλιώρα…

Είπαμε τις τελευταίες κουβέντες στα Βλάχικα και φεύγοντας μείναμε εγώ κι ο Νίκος αμίλητοι πολύ ώρα. Τι να πεις…

*O Βασίλης Νιτσιάκος είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο facebook. 

Να είστε όλες και όλοι καλά

εντός και εκτός Ελλάδας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: